περιηγήσεις

περιηγήσεις
περιήγησις
leading round and explaining
fem nom/voc pl (attic epic)
περιήγησις
leading round and explaining
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Mnasĕas — Mnasĕas, aus Patara od. aus Paträ, griechischer Geograph um 150 v. Chr.; er war ein Schüler des Aristarchos u. schrieb ein umfassendes (jetzt verlornes) Werk Περίπλους od. Περιηγήσεις über alle Erdtheile …   Pierer's Universal-Lexikon

  • CYCLICUS Scriptor — apud Horatium, de Arte, v. 136. idem cum Epico Poeta Rhapsodo, Turnebo, Advers. l. 19. c. 9. Salmasio vero non omne Poema Heroicum Κύκλος Ε᾿πικὸς dictus est: Sed opus ex multis diversorum Poetarum carminibus (qui Ποιηταὶ τȏυ Κύκλου vocabantur)… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DIONYSIUS Periegetes — temporibus Augusti, scripsit Geographiam versibus hexametris Graecis, quae hodie exstat: quod opus ἷςτορικὸν καλοῦσιν οἱ παλαιοὶ: ut ait Eust. Schol. Idem vixisse eum ait οὐχ ὑπὸ τῶ ὑπάτων, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῶ ἀνάκτων, non sub Consulibus sed sub… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERIODUS — Graece Περίοδος, nomen variis libris tributum, qui etiam περιηγήσεις dicebantur. Inde Περίοδοι Α᾿ποςτόλων, libri quibus res ab Apostolis gestae continebantur per varias orbis regiones, quas circumvehendo perlustrârant. Et in antiquo Codice… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… …   Dictionary of Greek

  • κλίπερ — (Clipper). Τύπος μεγάλου και γρήγορου ιστιοφόρου, που επινοήθηκε στη Βόρεια Αμερική κατά τα μέσα του 19ου αι. και προοριζόταν για υπερωκεάνια ταξίδια μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων. Τα κ. είχαν ακριβέστατα μελετημένη καρίνα, ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • περιήγηση — η / περιήγησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιηγούμαι] νεοελλ. μσν. μετάβαση σε διάφορους τόπους για να τούς γνωρίσει κανείς και να επισκεφθεί τα αξιοθέατά τους, ο τουρισμός αρχ. 1. η ξενάγηση σε έναν χώρο 2. γεωγραφική περιγραφή («oἱ τὰς περιηγήσεις καί τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”